-
1 λαμπρος
31) светлый, сияющий, яркий(φάος ἠελίοιο Hom.; ἀκτῖνες Pind.; ἡλίου σέλας Soph.; ἀστήρ NT.)
; блестящий, сверкающий(φάλοι, κόρυθες Hom.)
; светлый, блистающий, яркий(ὅ χιτών Hom.: ἐσθής NT.)
; светлый, лучезарный(κάλλος Plat.)
2) чистый, прозрачный(αἰθήρ Eur.; ὕδωρ Aesch.)
3) чистый, ясный(φωνή Dem.; φώνημα Luc.)
λαμπρὰ κηρύσσειν Eur. — громогласно возвещать;λαμπρὸν ἀνολολύζειν Plut. — громко возопить4) ясный, отчетливый, четкий(ἴχνη Xen.)
5) ясный, явный, бесспорный(νίκη Thuc.; μαρτύρια Aesch.)
6) славный, знаменитый(ἐν Ἀθήνῃσι, ἐν τοῖσι ιτολέμοισι, ἔργον Her.; βίος Soph.)
7) пышный, окруженный блеском(λ. καὴ πλούσιος Dem.)
8) величавый, возвышенный(ἔπη Soph.)
9) щедрый(ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr.; πρὸς τὰ χρήματα Plut.)
10) великолепный, горделивый(ἵππος Xen.)
11) блистательный, цветистый(λέξις Arst.)
12) сияющий, радостный(ὄμματι Soph.)
13) полный жизни, цветущий(ὥρα ἡλικίας Thuc.)
14) сильный, резкий(ἄνεμος Her.)
15) ожесточенный(μάχη Polyb.)
16) серьезный, грозный(κίνδυνος Polyb.)
λ. φανήσεται Eur. — (Эврисфей) явится, словно гроза -
2 ηκω
(impf. = aor. ἧκον, fut. ἥξω - дор. ἡξῶ, v. l. εἱξῶ, aor. 1 ἧξα, pf. ἧκα, ppf. ἥκειν; praes. = pf.)1) прибыть, прийти, явиться(ἐς τὰς Ἀθήνας Her.; πρὸς πόλιν Soph.; ποταμόν, χθονὸς ἐς πέδον Aesch.; παρά τινα Her.; τινί Xen.)
μάλα τηλόθεν ἥκω Hom. — я прибыл издалека;οὐκ ὀΐω ἥ. εἰς Ἰθάκην Hom. — не думаю, что нахожусь теперь на Итаке;ἥ. ἐπὴ τὸ στράτευμα Xen. — прийти за войском;αὐτὰ ταῦτα καὴ ἥκω παρὰ σέ Plat. — за этим-то я пришел к тебе;ἥ. ἐπ΄ ὀλέθρῳ Eur. — прийти для того, чтобы погибнуть, т.е. на свою погибель;μακρὰν ὁδὸν ἥκων Xen. — пройдя длинный путь, после долгого путешествия;ἥκω σαφῆ φέρων Aesch. — я прибыл с достоверными вестями;ἐγὼ αὐτίκα ἥξω Xen. — я сейчас приду;ἐμοί ἀγγελίη ἥκει Her. — я получил известие;εἰς ταὐτὸν ἥκεις Eur. — ты пришел к тому же (что и я), т.е. я не спорю;εἰς τὸ μηδὲν ἥ. Plut. — окончиться, погибнуть2) наступить, настать(οὔπω ἥκει ἥ ὥρα μου NT.)
ἥκει ὑμῖν ἐκεῖνος ὅ καιρός, ἑν ᾧ δεῖ συγγνώμην μέ εἶναι Lys. — наступил для вас, (судьи), такой момент, когда не должно быть снисхождения (к Эратосфену);ἤκει τῷδ΄ ἐπ΄ ἀνδρὴ βίου τελευτή Soph. — пришла ему (Эдипу) кончина3) напасть или устремитьсяἦκεν ἐφ΄ ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος Plat. — (Трасимах) набросился на нас словно хищный зверь;
εἰ δι΄ ὀργῆς ἥκων Soph. — если я послушаюсь голоса гнева;διὰ μάχης ἥ. Soph. — вступить в бой4) дойти, достигнутьὁ ἐνθάδε ἥκων Soph. — дойдя (когда дело дошло) до этого;
πῶς ἀγῶνος ἥκομεν ; Eur. — как кончилась борьба?;ἐς τοσήνδε ὕβριν ἥ. Soph. — дойти до такой дерзости;εἰς ὅσον ἡλικίας ἥκει Plat. — насколько он пришел в возраст, т.е. по своему возрасту5) достигнуть, обрести, обладатьτοῦ βίου εὖ ἥ. Her. — преуспеть в жизни, быть счастливым;
χρημάτων εὖ ἥκοντες Her. — богатые люди;χώρη ὡρέων ἥκουσα οὐκ ὁμοίως Her. — страна, не обладающая таким (благодатным) климатом (как Иония);εὖ ἥ. μορφῆς Luc. — быть одаренным красотой6) догнать, настигнутьφημὴ τιμωρίαν ὑμῖν ἥξειν Plat. — я говорю, что настигнет вас возмездие
7) случиться, произойтиἥξει Δωριακὸς πόλεμος καὴ λοιμὸς ἅμ΄ αὐτῷ Thuc. — вспыхнет война с дорянами, а с ней и мор;
ὃ καὴ νῦν ἥκει γενόμενον Polyb. — что и теперь бывает8) быть связанным, иметь отношение, касатьсяεἰς ἔμ΄ ἥκει τῆς πόλεως τὰ πράγματα Arph. — городские дела относятся ко мне (касаются меня);οἰόμεθα οὐ καὴ ἐς αὐτόν τινα ἥξειν τὸ δεινόν Thuc. — мы думаем, что никого из нас не коснется это несчастье9) сделаться, стать, т.е. бытьθεοῖς ἔχθιστος ἥκω Soph. — я (стал) ненавистен богам;
μόνος ἥκω τοῖς ἴσοις ἀλγῶν κακοῖς Soph. — я один терзаюсь равными (твоим) страданиями;σκόπει ἵν΄ ἥκει τὰ μαντεύματα Soph. — посмотри, что вышло из предсказаний
См. также в других словарях:
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek